προδυομαι

προδυομαι
    προδύομαι
    προ-δύομαι
    заходить раньше
    

προδεδυκὼς τοῦ ἡλίου Arst.(светило), зашедшее раньше солнца


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προδυομαι" в других словарях:

  • προδύομαι — Α δύω πριν από κάποιον άλλο («προδύομαι τοῡ ἡλίου», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προδύνω — Α 1. προδύομαι* 2. απόλ. δύω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δύνω, ποιητ. τ. τού δύω] …   Dictionary of Greek

  • πρόδυσις — ύσεως, ἡ, Α [προδύομαι] 1. το να δύει ο ήλιος νωρίτερα ή, κατ άλλους, η πριν από την κανονική δύση ώρα 2. αστρολ. ονομασία τού έκτου τόπου που βρίσκεται κάτω από τον δυτικό ορίζοντα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»